- ἐκάην
- καίωkindleaor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)καίωkindleaor ind pass 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαής — ( ούς) ές αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ἐκάην* < καίω] … Dictionary of Greek
διακαής — ές (AM διακαής, ές) Ι. 1. διάπυρος, πυρακτωμένος, υπερβολικά θερμός νεοελλ. (για συναισθήματα) θερμός, φλογερός, έντονος II. επίρρ. διακαώς (AM διακαῶς) νεοελλ. έντονα, φλογερά αρχ. μσν. με υπερβολική θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + θ. τού εκάην… … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek